Γνωρίζοντας την Σπλαχνική Οστεοπαθητική
Η επιστήμη της οστεοπαθητικής ιδρύθηκε το 1874 από τον Αμερικανό ιατρό Dr. Andrew Taylor Still. Για τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας (ΠΟΥ) η επιστήμη της οστεοπαθητικής είναι μια εναλλακτική και συμπληρωματική ιατρική παρέμβαση η οποία αποτελείται από δια χειρός τεχνικές για την διάγνωση και την θεραπεία μιας πληθώρας μυοσκελετικών και γαστρεντερικών παθήσεων.
Από ιστορικής πλευράς, την σπλαχνική προσέγγιση στην επιστήμη της οστεοπαθητικής την εισήγαγε πρώτος ο Γάλλος οστεοπαθητικός Jacques Weischenck το 1980. Επακόλουθοι αυτού, οι Jean-Pierre Barral και Pierre Mercier το 1983 ανέπτυξαν τις τεχνικές στις οποίες βασίστηκαν οι περισσότεροι οστεοπαθητικοί και κατά τις οποίες και χρησιμοποιούν στην κλινική τους πράξη. Βάση της θεωρίας που εισήγαγαν οι πρωτοπόροι της, η σπλαχνική οστεοπαθητική περιγράφεται σαν μια μηχανική προσέγγιση η οποία επικεντρώνεται στα ενδοκοιλιακά όργανα. Τα όργανα σχηματίζουν σπαλχνικές αρθρώσεις με άλλα όργανα ή με τμήμα του κινητικού συστήματος, για παράδειγμα το διάφραγμα. Όπως συμβαίνει με τις αρθρώσεις του κινητικού συστήματος, οι δομές που συμμετέχουν σε μια άρθρωση κινούνται μεταξύ τους σε σταθερές και προκαθορισμένες κατευθύνσεις και έχουν κάποιο εύρος κίνησης. Για να εξασφαλιστεί ότι αυτή η κίνηση εκτελείται με όσο το δυνατόν μικρότερη τριβή, οι δομές που συμμετέχουν σε μια τοιχωματική άρθρωση περιβάλλονται από μια λεία επιφάνεια και τον αρθρικό υμένα, που παράγει μικρή ποσότητα αρθρικού υγρού.
Ομοίως συμβαίνει και με τα όργανα όπου περιβάλλονται εξωτερικά από μια λεία επιφάνεια επικαλυμένη από ένα στρώμα μεσοθηλίου, το οποίο παράγει και εκκρίνει ορώδεις υγρό. Αυτή η επιφάνεια ανάλογα με την τοποθεσία που βρίσκεται έχει διάφορες ονομασίες όπως περιτόναιο, υπεζωκότας ή περικάρδιο. Ακόμα υπάρχει μια μικρή ποσότητα υγρού στις κοιλότητες αναμεταξύ των οργάνων. Τα όργανα δεν κινούνται μεταξύ τους τυχαία αλλά υπόκεινται σε ορισμένους νόμους. Είναι δηλαδή στερεωμένα μεταξύ τους και με το κινητικό σύστημα με το μεσεντέριο, το επίπλουν και τους συνδέσμους.
Ξεκινώντας από την παρατήρηση ότι τα ενδοκοιλιακά σπλάχνα μετακινούνται φυσικά, όπως συμβαίνει κατά την φάση της αναπνοής όπου τα όργανα μετακινούνται κατά τον κατακόρυφο άξονα από 3 έως 10 εκατοστά ανάλογα με την αναπνοή λόγω του διαφράγματος, είναι εφικτό να διαταραχτεί η κινητικότητα τους όπως θα διαταράσσονταν η κινητικότητα μιας άρθρωσης.
Μια τέτοια διαταραχή , από φυσιοπαθητικής πλευράς , θα είχε αντίκτυπο τόσο στο μυοσκελετικό σύστημα (οσφυαλγία, αυχενικό σύνδρομο) όσο και στο γαστρεντερικό σύστημα (ευερέθιστο έντερο, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση). Τέτοιου είδους διαταραχές κινητικότητας όπως και πολλές άλλες μπορούν να ανιχνευθούν με την ψηλάφηση που πραγματοποιούν οι οστεοπαθητικοί στα σπλαχνικά όργανα διακρίνοντας τις εντάσεις που υφίσταται στα σπλαχνικά όργανα. Αυτές, με ειδικούς χειρισμούς κατά τους οποίους αναχαιτίζονται οι εντάσεις στα μεσεντέρια των οργάνων, των συνδεσμικών ενώσεων των οργάνων αναμεταξύ τους αλλά και με την σπονδυλική στήλη, μπορεί πάλι το εκάστοτε σπλαχνικό όργανο να λειτουργήσει εύρυθμα και πιο ενεργειακά οικονομικό προσφέροντας στον ασθενή την ανακούφιση από τον πόνο και την δυσλειτουργία που επιφέρει η διαταραχή αυτή.